- πορεύω
- πορ-εύω, [tense] fut.A
-σω E.Hec.447
(lyr.), etc.: [tense] aor. ἐπόρευσα, poet.πόρευσα Pi.P.11.21
:—[voice] Pass. and [voice] Med., [tense] fut.πορεύσομαι S.OT676
, Pl.Smp.190d;πορευθήσομαι IG22.141.2
, LXX 3 Ki.14.2: [tense] aor.ἐπορευσάμην (only compds. ἐν-, προ-, Pl. Ep.313d, Plb.2.27.2);ἐπορεύθην Pi.Fr.75.8
, Hdt.8.107, Th.1.26, E. Hec.1099 (lyr.), etc.: [tense] pf.πεπόρευμαι Pl.Plt.266d
, D.53.6:([etym.] πόρος):I [voice] Act., make to go, carry, convey, by land or water, τινα Arion 1.13, Pi. O.1.77, P.11.21, etc.;ἐπ' εὐστόλου νεὼς πορεύσαιμ' ἂν ἐς δόμους S.Ph. 517
(lyr.);ὡς τάχιστά μοι μολὼν ἄνακτα . . τις πορευσάτω Id.OC1476
;ἐμὲπόντιον ς κάφος πορεύσει Ἄργος E.Tr.1086
(lyr.);ποντιὰς αὔρα, . . ποῖ με πορεύσεις; Id.Hec.447
(lyr.);βᾶσά νιν δεῦρο πόρευσον Id.Med.181
(lyr.);στρατιὰν πεζῇ π. ὡς Βρασίδαν Th.4.132
, etc.: c. dupl.acc., carry or ferry over, [Νέσσος] ποταμὸν . . Βροτοὺς μισθοῦ 'πόρευε S.Tr.560
;γυναῖκ' ἀρίσταν λίμναν . . πορεύσας ἐλάτᾳ E.Alc.443
(lyr.).2 of things, bring, carry,ἐπιστολὰς πατρί S.OC1602
; furnish, bestow,χρυσόν E.Ph.985
; set in motion,κίνησις . . βραδυτῆτάς τε καὶ τάχη . . π. Pl.Lg.893d
.3 abs., conduct a search, S.Ichn.324 (lyr., s.v.l.).II [voice] Pass. and [voice] Med., to be driven or carried,μέγας βοῦς ὑπὸ σμικρᾶς μάστιγος εἰς ὁδὸν π. Id.Aj.1254
;πρὸς βίαν π. Id.OC 845
.2 go, walk, march, Hdt.8.22, Thphr.Char.2.1, etc.;ἐφ' ἑνὸς σκέλους Pl.Smp.190d
;σύνδρομά τινι Id.Plt.266d
;ταχέως X.An. 2.2.12
;τοῖν ποδοῖν Id.Cyr.4.3.13
; go by land, opp. going by sea, Id.An.5.3.1; also cross, pass over, διαφυλάσσειν τὰς σχεδίας, πορευθῆναι βασιλέϊ for the king's crossing, Hdt.8.107;π. δι' Εὐρίπου Th.7.29
: freq. with Preps., π. ἐκ δόμων, ἔξω δωμάτων, S.Tr.392, E.Hipp.1156;εἰς ἀγρόν Pl.R.563d
;εἰς ἐκκλησίαν Thphr.Char.4.1
;ἐξ . . ἐς . . Hdt.4.35
;ἐπὶ τὸν Ἀχέροντα Pl.Phd.113d
: c.acc.loci, enter,π.στέγας S.Tr. 329
, cf. E.Hel.51; π. διὰ Θεσσαλίης march through T., Hdt.7.196; π. παρὰ βασιλέος come from his presence, Id.6.95;παρὰ βασιλέως πρὸς τὸν σατράπην X.An.4.5.10
; π. πρὸς τὸν ἴδιον ἄνδρα go in to her husband, Theano ap.D.L.8.43: freq. c.acc.cogn., μακροτέραν (sc.ὁδόν)π. X.An.2.2.11
, etc.;π.φυγάν E.Ion 1239
(lyr.);τὴν εἱμαρμένην πορείαν Pl.Mx.236d
: c.acc.loci,γῆν πολλὴν π.
go over, trauerse,Arr.
An.6.23.1;π. τὰ δύσβατα X.Cyr.2.4.27
;τοσαῦτα ὄ ρη Id.An.2.5.18
: Geom., π. διὰ τοῦ κέντρου pass through the centre, Archim.Con.Sph. 16; π. γραμμάν traverse, move along a line, Id.Spir.14.—Special phrases: ἐς ἄρκυν π. fall into . . , E.El.965; ἐπ' ἔργον π., ἐπὶ τὰ δευτερεῖα π., Id.Or.1068, Pl.Phlb.23b; π. εἰς τὰ κτήματα enter into possession of . . , D.44.32; ἢν αἱ καθάρσιες πορεύωνται if the menses come, Hp.Aph. 5.60.3 walk, i.e. live,εἴ τις ὑπέροπτα . . π. S.OT884
(lyr.); freq. in LXX, asπ. τοῖς νομίμοις Le.18.3
.4 metaph.,ἡ πονηρία διὰ τῶν ἡδονῶν π. X.Cyr. 2.2.24
; of discourse,ἐκτὸς τῶν λόγων π. Pl. Lg.812a
;διὰ τῶν ὁμολογουμένων X.Mem.4.6.15
; καθ' ὁμοιότητα π. proceed by analogy, Phld.Sign.31.5 proceed at law, PEleph.3.5,4.6 (iii B.C.).6 go on one's way, i.e. die, Jul.Ep.14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.